Βάζα — (Vasa, πολων. Waza). Σουηδική οικογένεια, βασιλική δυναστεία της Σουηδίας (1523 1654) και της Πολωνίας (1587 1668). Η οικογένεια έγινε γνωστή τον 14o αι. με τον Νιλς Κέτλσον και τάχτηκε τον επόμενο αιώνα με το μέρος του αντιδανικού αριστοκρατικού … Dictionary of Greek
Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… … Dictionary of Greek
ικεμπάνα — Ιαπωνική τέχνη διατήρησης των λουλουδιών, μέσω ενός ειδικού συστήματος τοποθέτησής τους σε βάζα. Ο όρος σχηματίζεται από τις ιαπωνικές λέξεις ίκε ρου (= ζω, διατηρώ ζωντανό) και μπάνα (= λουλούδι). Οι πρώτες αρχές της ι. ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
κινεζικός — ή, ό και κινέζικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κινέζους ή στην Κίνα ή αυτός που προέρχεται απ αυτήν, σινικός (α. «κινεζικά βάζα» β. «κινεζικό εστιατόριο») 2. φρ. «αυτά μού φαίνονται Κινέζικα» δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε απ αυτά… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μαργαρίτα — Κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των συνθέτων (compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη. Σε πολλές περιπτώσεις, οι μ. φέρουν δύο ειδών άνθη: τα πρώτα έχουν ακτινωτή… … Dictionary of Greek